Η ευρωπαϊκή βιομηχανία κατασκευής φωτοβολταϊκών δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Παρότι δεν έχει ακόμα φθάσει το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της Κίνας στον τομέα, πρόκειται να υπάρξουν νέες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν το περιβάλλον για την επανείσοδο των προϊόντων “made in Europe” στην αγορά, όπως πάνελ, μονάδες αποθήκευσης και inverters.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η Κίνα παραμένει ο κύριος προμηθευτής ηλιακής τεχνολογίας παγκοσμίως. Περίπου το 87% του εισαγόμενου εξοπλισμού που χρησιμοποίησε η Γερμανία πέρυσι προήλθε από την Κίνα. Η συνολική αξία των εισαγωγών ανήλθε σε περίπου 3.1 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τα δεδομένα της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας.

Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να αλλάζει δραματικά η γενική εικόνα που παρουσιάστηκε παραπάνω, η αυξανόμενη σημασία της ηλιακής αγοράς στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές ενέργειας, δίνουν ώθηση για επενδύσεις σε νέα εργοστάσια στον κλάδο.

Σύμφωνα με ένα άρθρο του pv Europe, η ηλιακή βιομηχανία ανακάμπτει στην Ευρώπη λόγω οικονομικών λόγων. Η γεωγραφική προσέγγιση στην ευρωπαϊκή αγορά, το μικρότερο ρίσκο σε σχέση με το εμπόριο μέσω θαλάσσης και το ρίσκο από τις συναλλαγές συναλλάγματος δημιουργούν ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, ειδικά στην ευρωπαϊκή αγορά.

Να θυμίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει μια στρατηγική ανάκαμψης για την ευρωπαϊκή βιομηχανία κατασκευής ηλιακών εξοπλισμών, με στόχο την επίτευξη 30 GW παραγωγικής ικανότητας φωτοβολταϊκών μονάδων έως το 2025 και τουλάχιστον 40% έως το 2030.

Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κατασκευαστών Ηλιακής Τεχνολογίας (ESMC) σε ένα κείμενο απάντησης στους ευρωπαϊκούς στόχους που έχουν ανακοινωθεί, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητη άμεση υποστήριξη της τοπικής βιομηχανίας στον κλάδο.

Συνολικά, οι λόγοι που απαιτούν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για την εφαρμογή της αντίστοιχης ευρωπαϊκής στρατηγικής είναι η ασφάλεια για την επίτευξη των πράσινων ενεργειακών στόχων, καθώς και το οικονομικό κίνητρο. Μια εγχώρια παραγωγή θα συμβάλει, έστω και κατά μέρος, στην αντιμετώπιση του τεράστιου ελλείμματος που προκύπτει από την εισαγωγή του 95-97% του υλικού φωτοβολταϊκών συστημάτων, εκτιμώντας ότι ανέρχεται σε δισεκατομμύρια ευρώ.